μούρη — η 1. το πρόσωπο, το μούτρο, η όψη. 2. (περιπαιχτικά): Τόλμησε να έρθει και η μούρη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουρώνω — [μούρη] 1. ορμώ 2. επιτίθεμαι … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
-άκλα — Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής με σκωπτική ή μειωτική σημασία π.χ. μουρ άκλα (μούρη), φων άκλα (φωνή), χερ άκλα (χέρι) κ.λπ … Dictionary of Greek
αλεπομούρης — ο αυτός που έχει όψη αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μούρη] … Dictionary of Greek
αλλαξομουριάζω — αλλάζω όψη, χρώμα προσώπου ένεκα ψυχικής ταραχής, ασθένειας, κακοπάθειας κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μούρη] … Dictionary of Greek
αλογομούρης — ο αυτός που έχει πρόσωπο μακρύ σαν τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μούρη] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καμπούρης — α, ικο και καμπούρικος, η, ο (Μ καμπούρης, α, ικο) 1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός νεοελλ. 1. δημώδης ονομασία τού πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν… … Dictionary of Greek
κατάμουρα — επίρρ. κατάμουτρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μούρη] … Dictionary of Greek